- αμαγείρευτος
- -η, -ο1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + μαγειρευτός < μαγειρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.